- σπιτονοικοκύρης
- ο, θηλ. σπιτονοικοκυρά, Νιδιοκτήτης τού σπιτιού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπιτονοικοκύρης — ο θηλ. σπιτονοικοκυρά ιδιοκτήτης σπιτιού που το νοικιάζει σε άλλους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νοικοκύρης — ο, θηλ. νοικοκυρά και νοικοκερά (Μ νοικοκύρης και νοικοκύρις) οικοδεσπότης («κι ο νοικοκύρης τού σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει», δημ. τραγούδι) νεοελλ. 1. ιδιοκτήτης μισθωμένου ακινήτου, σπιτονοικοκύρης 2. σύζυγος 3. κύριος, αφέντης κάποιου 4.… … Dictionary of Greek
στεγανόμος — ον, Α 1. κατοικίδιος («στεγανόμους ὄρνιθας», Λυκόφρ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ στεγανόμος α) τίτλος ιερατικού αξιώματος β) ιδιοκτήτης κατοικίας, σπιτονοικοκύρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέγη /στέγᾱ + νόμος*] … Dictionary of Greek
οικοδεσπότης — ο θηλ. οικοδέσποινα 1. ο αρχηγός της οικογένειας, ο κύριος του σπιτιού. 2. ιδιοκτήτης του σπιτιού, σπιτονοικοκύρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)